λίβελλος — libellus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίβελλος — και λίβελος ο (AM λίβελλος) νεοελλ. δυσφημιστικό ή υβριστικό δημοσίευμα με σκοπό την άσκηση πολεμικής εναντίον ορισμένου προσώπου μσν. αρχ. 1. μηνυτήρια αναφορά, κατηγορητήριο 2. ρωμ. δίκ. υπόμνημα παραπόνων ιδιώτη κατά υπαλλήλου τού ρωμαϊκού… … Dictionary of Greek
λιβέλλοις — λίβελλος libellus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβέλλου — λίβελλος libellus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβέλλους — λίβελλος libellus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβέλλων — λίβελλος libellus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβέλλῳ — λίβελλος libellus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίβελλοι — λίβελλος libellus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίβελλον — λίβελλος libellus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντυχία — ἐντυχία, η (AM) αρχ. μσν. 1. συνάντηση, συνέντευξη 2. έκκληση, αίτηση, παράκληση 3. αντιδικία ή κατηγορία, μήνυση 4. δέηση 5. (ειδ.) δέηση προς τον θεό για να τιμωρήσει τον άδικο 6. λίβελλος 7. μεσολάβηση, μεσιτεία αρχ. 1. ομιλία, συνομιλία 2.… … Dictionary of Greek
λιβελλήσιος — λιβελλήσιος, ὁ (Μ) [λίβελλος] γραμματέας δικαστηρίου … Dictionary of Greek